- σύνοπτος
- -ον, Α1. αυτός τον οποίο μπορεί να δει κανείς μεμιάς, κάτοπτος, ολοφάνερος («κίνδυνος ἅπασι σύνοπτος», Πολ.)2. κατανοητός, εύληπτος («σύνοπταευνόητα», Ησύχ.)3. φρ. «ἐν συνόπτῳ εἰμί» — είμαι σε τέτοια απόσταση ώστε να βλέπω τη Γη (Αισχίν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὀπτός (Ι) «ορατός» (< θ. οπ- τού ὄπωπα*)].
Dictionary of Greek. 2013.